Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουλουριάζομαι
ρήμα παθητικό acciambella`rsi, raggomitola`rsi, rannicchia`rsi, attorciglia`rsi, avvo`lgersi η γάτα κουλουριάστηκε κοντά στο τζάκι == il gatto si è acciambellato vicino al camino | κουλουριάζομαι από τον πόνο == raggomitolarsi per il dolore | το φίδι κουλουριάστηκε γύρω απ' το πόδι του == il serpente gli si è attorcigliato, gli si è avvolto intorno alla gamba κουλουριάζω ρήμα μεταβατικό acciambella`re, raggomitola`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |