Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουλοχέρα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [κουλοχέρης] κουλοχέρης επίθετο monco κουλοχέρης ουσιαστικό αρσενικό slot-machine ~f~ /σλοτμασίν/ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |