Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκολεός
ουσιαστικό αρσενικό 1 gua`ina ~f~, fo`dero ~m~, vagi`na ~f~ 2 anatomia vagi`na ~f~ κουλέος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κολεός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |