Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολλαρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 imbozzima`re
2 inamida`re
3 incolla`re

κολλάρομαι
ρήμα παθητικό

variante di [κολλαρίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολλαγόνο κολλάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---