Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολλητός  
επίθετο

1 incolla`to
2 adere`nte κολλητή φούστα == gonna aderente
3 atti`guo, confina`nte, conti`guo, combacia`nte, attacca`to δύo σπίτια κολλητά τo ένα στο άλλο == due case contigue | δύο τραπέζια κολλητά == due tavoli combacianti, attaccati | κoλλητoί φίλοι == amici per la pelle

κολλητός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 adere`nte
2 appiccicati`ccio
3 appiccico`so
4 attaccati`ccio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολλητικός κολλητσίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---