Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόλληση  
ουσιαστικό θηλυκό

incollatu`ra ~f~, incollame`nto ~m~, incolla`ggio ~m~, appiccicatu`ra ~f~, saldatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολλημένος κολλητά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---