Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόλληση
ουσιαστικό θηλυκό incollatu`ra ~f~, incollame`nto ~m~, incolla`ggio ~m~, appiccicatu`ra ~f~, saldatu`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |