Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόλλυβα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

gastronomia torta ~f~ di chicchi di grano bolli`ti, fari`na abbrustoli`ta, chicchi di melagra`na, uve`tta, prezze`molo, zu`cchero, canne`lla, ma`ndorle trita`te, ricope`rta di zu`cchero a velo e confetti`ni; vie`ne offe`rta ai prese`nti alla fine di una messa di suffra`gio per l'a`nima del defu`nto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολλοειδής κολλυβιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---