Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολλάρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 imbozzimatu`ra
2 inamidatu`ra
3 incollatu`ra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολλαρίζω κολλαρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---