Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόλλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 colla ~f~ ένα σωληνάριο κόλλα == un tubetto di colla 2 amido 3 fo`glio ~m~ di carta κόλλα αναφοράς == foglio, carta protocollo | παρέδωσε λευκή κόλλα στο διαγώνισμα == all'esame ha consegnato un foglio bianco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |