Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκολίγας
ουσιαστικό αρσενικό 1 colle`ga ~mf~ 2 colo`no ~m~ 3 fitta`volo ~m~ 4 mezza`dro ~m~ κολίγος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κολίγας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |