Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορόνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 coro`na ~f~ rea`le, ste`mma ~m~, diade`ma ~m~
2 monete coro`na ~f~ +++το παίζω κορόνα γράμματα == fare a testa e croce | | rischiare il tutto per tutto

κορώνα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κορόνα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορόμηλο κορόνα–γράμματα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---