Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοροϊδεύω
ρήμα μεταβατικό 1 pre`ndere in giro, canzona`re, burla`rsi, beffa`rsi, farsi beffa di qualcu`no οι συμμαθητές τον κορoϊδεύουν γιατί ψευδίζει == i compagni di scuola lo prendono in giro perché tartaglia 2 truffa`re, imbroglia`re, inganna`re τον κoρόιδεψαν και του πήραν ένα σωρό λεφτά == gli hanno truffato una somma considerevole | σε κoροϊδέψανε, αυτός πίνακας είναι ψεύτικoς == ti hanno imbrogliato, questo quadro è falso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |