Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορόιδο
ουσιαστικό ουδέτερο chi si la`scia pre`ndere facilme`nte in giro, chi si la`scia imbroglia`re, abbindola`re δε μ'αρέσει ούτε να κοροϊδεύω ούτε να πιάνομαι κορόιδο == non mi piace né imbrogliare né essere imbrogliato | τον έπιασαν κορόιδο == si è fatto abbindolare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |