Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόρος {1}  
ουσιαστικό αρσενικό

1 sazietà ~f~
2 fisica saturazio`ne +++κατά κόρον == a sazietà

κόρος {2}
ουσιαστικό αρσενικό

marineria tonnella`ta ~f~ di stazza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορόνα–γράμματα κόρπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---