Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόρος {1}
ουσιαστικό αρσενικό 1 sazietà ~f~ 2 fisica saturazio`ne +++κατά κόρον == a sazietà κόρος {2} ουσιαστικό αρσενικό marineria tonnella`ta ~f~ di stazza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |