Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορόμηλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica varietà ~f~ di prugna +++και το δάκρυ κορόμηλo == e giù lacrime a non finire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορομηλιά κορόνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---