Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚορφιάτης
ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'i`sola di Corfù, corfio`tto ~m~ Κορφιάτισσα ουσιαστικό αρσενικό femminile di [Κορφιάτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |