Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορωνίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 architettura coroname`nto ~m~ 2 (fig) cu`lmine ~m~, a`pice ~m~, ve`rtice ~m~, coroname`nto ~m~ η κορωνίδα της ιεραρχίας == l'apice della gerarchia | o άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας == l'uomo è il coronamento della creazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |