Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόσκινο  
ουσιαστικό ουδέτερο

seta`ccio ~m~ πέρνω από κόσκινο == passare al setaccio, al vaglio | τον έκαναν κόσκινο == l'hanno crivellato (di pallottole, di pugnalate ecc.)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοσκινιστής κοσκινού  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---