Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κοσμηματοποιός
ουσιαστικό αρσενικό
orefice ~mf~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κοσμηματοποιία
κοσμηματοπωλείο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κοσμηματογραφία
[θηλ.ουσ]
κοσμηματογραφικός
[επίθ.]
κοσμηματογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
κοσμηματοθήκη
{κοσμηματο...
κοσμηματοποιία
{χωρ. πληθ...
κοσμηματοποιός
[ουσ αρσ ]
κοσμηματοπωλείο
[ουσ ουδ.]
κοσμηματοπώλης
{κοσμηματο...
κοσμηματοπώλισσα
{κοσμηματο...
κοσμημένος
[επίθ.]
κοσμητεία
{κοσμητειώ...
κοσμητικός
[επίθ.]
κοσμήτορας
{(θηλ. κοσ...
κοσμικογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
κοσμικοποίηση
[θηλ.ουσ]
κοσμικός
[επίθ.]
κοσμικός
[ουσ αρσ ]
κοσμικότητα
{κοσμικοτή...
κοσμικότητες
[θηλ. ουσ πληθ.]
κόσμιος
-α -ο λόγ....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis