Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορώνω
ρήμα αμετάβατο 1 diventa`re incandesce`nte κόρωσε η σόμπα == la stufa è diventata incandescente 2 (fig) acce`ndersi, pre`ndere fuo`co άναψε και κόρωσε == andò su tutte le furie, diede in escandescenze κορώνω ρήμα μεταβατικό arroventa`re, infuoca`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |