Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόρφος
ουσιαστικό αρσενικό seno ~m~, grembo ~m~ ζεσταίνω φίδι στον κόρφο μού == scaldarsi una serpe in seno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |