Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορύφωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 cu`lmine ~m~, a`pice ~m~ η κορύφωση της ευτυχίας == il culmine della felicità 2 fase ~f~ culmina`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |