Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορυφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cima ~f~, sommità ~f~ κορυφή καμπαναριού == la cima di un campanile
2 di montagna cima ~f~, vetta ~f~
3 geometria ve`rtice ~m~ η κορυφή ενός τριγώνου == il vertice di un triangolo
4 (fig) cima ~f~, lumina`re ~mf~ είναι κορυφή στην παιδιατρική == è una cima in pediatria
5 (fig) capo ~m~, ve`rtice ~m~ η κορυφή της εκκλησίας == il capo della chiesa | συνάντηση κορυφής == incontro al vertice+++κοιτάζω κάποιον από την κορυφή ως τα νύχια == squadrare qualcuno da capo a piedi

κορφή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κορυφή]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορυφαίος κορυφογραμμή  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η διάσκεψη κορυφής = conferenza [θηλ.] al vertice


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---