Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορυφώνομαι
ρήμα παθητικό 1 arriva`re al cu`lmine, al colmo, e`ssere al ma`ssimo o ενθουσιασμός του κοινού είχε κορυφωθεί == l'entusiasmo del pubblico era al massimo 2 (fig) culmina`re, entra`re nella fase culmina`nte, vo`lgere al te`rmine, conclu`dere, completa`re η βραδιά κορυφώθηκε με εκτόξεύση πυροτεχνημάτων == la serata culminò con uno spettacolo pirotecnico | η δίκη κορυφώνεται == il procedimento giudiziario sta entrando nella fase culminante | κορυφώνονται οι προετοιμασίες για τον εορτασμό της εθνικής επετείου == volgono al termine i preparativi per la celebrazione della festa nazionale κορυφώνω ρήμα μεταβατικό porta`re al colmo, acui`re το επεισόδιο κορύφωσε την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών == l'episodio ha acuito la tensione tra le due parti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |