Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορυφαίος
επίθετο 1 culmina`nte η κoρυφαία σκηνή ενός δράματος == la scena culminante di un dramma 2 sommo, ecce`lso, eccelle`nte, illu`stre κορυφαίος επιστήμονας == luminare della scienza | είναι κορυφαίος στον τομέα του == è una cima nel suo campo κορυφαίος ουσιαστικό αρσενικό storia corife`o ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |