Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατασκευαστής
ουσιαστικό αρσενικό fabbrica`nte ~mf~, costrutto`re ~m~ κατασκευαστής επίπλων == fabbricante di mobili | κατασκευάστρια εταιρεία == impresa di costruzioni, società costruttrice κατασκευάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κατασκευαστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |