Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασκεύασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 creazio`ne ~f~, o`pera ~f~, prodo`tto ~m~
2 ((ironico)) lavo`ro ~m~ fatto con i pie`di, schife`zza ~f~
3 (fig) invenzio`ne ~f~, parto ~m~ della fantasi`a

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασκευάσιμος κατασκευασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---