Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατασκευή
ουσιαστικό θηλυκό 1 costruzio`ne ~f~, fabbricazio`ne ~f~, fattu`ra ~f~ η κατασκευή ενός δρόμου == la costruzione di una strada | γερή κατασκευή == una solida costruzione | κτίριο υπό κατασκευήν == edificio in (via di) costruzione | κατασκευή από γυαλί == costruzione in vetro | κόσμημα με περίτεχνη κατασκευή == un gioiello di elaborata fattura | κατασκευή ετοίμων ενδυμάτων == confezione di abiti 2 (fig) invenzio`ne ~f~, fabbricazio`ne ~f~ κατασκευή ψευδoύς κατηγορίας == fabbricazione di false accuse permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαύπο κατασκευή = in costruzione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |