Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασκήνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 attendame`nto ~m~, campe`ggio ~m~, tendo`poli ~f~
2 di bambini colo`nia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασκηνώνω κατασκηνωτής  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πηγαίνω σε κατασκήνωση = andare in campeggio || απαγορεύεται η κατασκήνωση = vietato campeggiare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---