Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασκηνώνω  
ρήμα αμετάβατο

pianta`re le tende, attenda`rsi, accampa`rsi, campeggia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασκηνωμένος κατασκήνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---