Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασκοπεία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κατασκοπία]

κατασκοπία  
ουσιαστικό θηλυκό

spiona`ggio βιομηχανική κατασκοπία == spionaggio industriale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασκονισμένος κατασκόπευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---