Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατασκοτώνομαι
ρήμα παθητικό 1 ammazza`rsi, affatica`rsi seriame`nte κατασκoτώνομαι στη δουλειά == ammazzarsi di lavoro 2 farsi male, concia`rsi male έπεσε από το μηχανάκι και κατασκοτώθηκε == è caduto dal motorino e si è fatto male | παρά λίγο να κατασκοτωθώ == per poco non mi rompevo l'osso del collo 3 darsi da fare, farsi in qua`ttro κατασκοτωθηκαν να μας διευκολύνουν == si sono fatti in quattro per agevolarci permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |