Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασπαταλάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κατασπαταλώ]

κατασπαταλώ  
ρήμα μεταβατικό

sperpera`re, spreca`re, dissipa`re κατασπαταλά τον καιρό του == sperpera il suo tempo | κατασπαταλά την περιουσία του == sperpera il suo patrimonio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάσπαρτος κατασπαταλημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---