Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασταλαγμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κατασταλάζω]
2 sedimenta`to, deposita`to
3 (fig) di persona che sa quello che vuo`le, che ha le ide`e chia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταστάλαγμα κατασταλάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---