Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάσταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 situazio`ne ~f~, stato ~m~, condizio`ne ~f~ η οικονομική κατάσταση μιας χώρας == la situazione economica di un paese | η παρούσα κατάσταση == lo stato attuale delle cose | είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση == si trova in una situazione molto brutta | η κατάσταση της υγείας == le condizioni di salute | σε αθλία κατάσταση == in uno stato miserando | σε εμπόλεμη κατάσταση == in stato di guerra | οικογενειακή κατάσταση == stato civile 2 patrimo`nio ~m~, fortu`na ~f~ έκανε κατάσταση στο εξωτερικό == ha fatto fortuna all'estero 3 lista ~f~, ele`nco ~m~, tabe`lla ~f~, regi`stro ~m~ η κατάσταση των υπαλλήλων εταιρείας == la lista degli impiegati di una ditta 4 fisica stato ~m~ στερεά κατάσταση == stato solido | υγρή κατάσταση == stato liquido | αέρια κατάσταση == stato gassoso κατάστηση ουσιαστικό θηλυκό variante di [κατάσταση] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε κακή κατάσταση = mal [αρσ.] ridotto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |