Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάστημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 nego`zio ~m~ κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων == negozio di abbigliamento 2 sede ~f~ κεντρικό κατάστημα τράπεζας == sede centrale di una banca 3 ((per estensione)) uffi`cio ~m~ loca`le di un servi`zio pu`bblico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |