Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταστραμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταστρέφω]
2 devasta`to
3 disastra`to
4 gua`sto
5 rovina`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταστόλιστος καταστρατηγημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---