Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταστρεπτικός  
επίθετο

disastro`so, catastro`fico, distrutto`re, distrutti`vo, devastato`re, devasta`nte καταστρεπτικός σεισμός == terremoto catastrofico

κα§τα§στρεπ§τι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καταστρεπτικός]

καταστροφικός
επίθετο

lo stesso che [καταστρεπτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταστρατηγώ καταστρεπτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---