GrecoItaliano


καταστρεπτικός  
επίθετο

disastro`so, catastro`fico, distrutto`re, distrutti`vo, devastato`re, devasta`nte καταστρεπτικός σεισμός == terremoto catastrofico

καταστροφικός
επίθετο

lo stesso che [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καταστρεπτικός]

κα§τα§στρεπ§τι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καταστρεπτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KATASTREPTIKOS100}}
---CACHE---