Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταστροφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 distruzio`ne ~f~, devastazio`ne ~f~ oι καταστροφές του πoλέμoυ == le distruzioni della guerra | o κυκλώνας πρoξένησε μεγάλες καταστρoφές == il ciclone ha provocato grandi devastazioni
2 disa`stro ~m~, cata`strofe ~f~, calamità ~f~, sface`lo ~m~
3 cata`strofe ~f~, rovi`na ~f~ oικoνoμική καταστρoφή == catastrofe economica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταστροφέας καταστροφικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---