Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάστρωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 struttu`ra ~f~ di rivestime`nto, strato ~m~, manto ~m~ κατάστρωμα οδού == manto stradale 2 marineria cope`rta ~f~, tolda ~f~ ημερoλόγιo καταστρώματος == libro di bordo; giornale di bordo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |