Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάσχεση
ουσιαστικό θηλυκό diritto seque`stro ~m~, pignorame`nto ~m~ συντηρητική κατάσχεση == sequestro conservativo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |