Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασυντρίβω  
ρήμα

annienta`re, distru`ggere κατασυντρίβω τον εχθρό == annientare il nemico | τον κατασυνέτριψε o θάνατoς της κόρης του == la morte della figlia l'ha annientato, l'ha distrutto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασυντρίβομαι κατασύντριψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---