Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταστρέφω  
ρήμα μεταβατικό

distru`ggere, rovina`re, manda`re in rovi`na o πάγoς κατέστρεψε τα φυτά == il gelo ha distrutto le piante | κατέστρεψε την υγεία του == si è rovinato la salute | τον κατάστρεψε η μεγαλoμανία του == la sua megalomania l'ha rovinato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταστρέφομαι καταστρέφων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---