Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατασταλάζω
ρήμα αμετάβατο 1 sedimenta`re, deposita`re 2 schiari`rsi, diventa`re li`mpido το κρασί καταστάλαξε == il vino si è schiarito 3 (fig) arriva`re, perveni`re a una decisio`ne, ave`re le ide`e chia`re δεν έχει ακόμη κατασταλάξει τι πρέπει να κάνει == non ha ancora le idee chiare sul da farsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |