Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασπαράζω  
ρήμα μεταβατικό

sbrana`re, dilania`re οι ύαινες κατασπάραξαν το πτωμα του == le iene hanno sbranato il suo corpo

κατασπαράσσομαι
ρήμα παθητικό

variante di [κατασπαράζομαι]

κατασπαράσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κατασπαράζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασπαραγμένος κατάσπαρτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---