Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάσπαρτος
επίθετο punteggia`to, dissemina`to, sparso λιβάδι κατάσπαρτο με παπαρoύνες == prato punteggiato di papaveri | ουρανός κατάσπαρτος με αστέρια == un cielo disseminato di stelle permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |