Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατασκευάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 fabbrica`re, costrui`re, fare κατασκευάζω έπιπλα κουζίνας == fabbricare mobili da cucina | κατασκευάζω μια έπαυλη == costruire una villa
2 (fig) fabbrica`re, fabbrica`rsi, inventa`re, escogita`re κατασκεύασε ένα άλλοθι == si è fabbricato un alibi | κατασκευάζω ψευδείς κατηγορίες == fabbricare false accuse | κατασκεύασε μία απίθανη ιστορία == ha inνentato una storia incredibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατασκαμμένος κατασκευάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---