Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάκοιτος  
επίθετο

inchioda`to a letto (per malatti`a o vecchia`ia) έχει τη μάνα της κατάκοιτη εδώ και χρόνια == ha la madre inchiodata a letto da anni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακόβω κατακοκκινισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---