Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακουρελιάζω  
ρήμα

1 dilania`re
2 lacera`re
3 sbrindella`re
4 sdruci`re
5 strazia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακουρασμένος κατακουρελιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---