Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατακόρυφο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 astronomia zenit ~m~
2 (fig) zenit ~m~, acme ~f~, cu`lmine ~m~, ma`ssimo ~m~, colmo ~m~ στο κατακόρυφο της επιτυχίας == allo zenit, all'acme, al culmine del successo | η ένταση βρισκόταν στο κατακόρύφο == la tensione era al colmo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατακόρυφα κατακόρυφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---